- ἀντίδειπνος
- ἀντί-δειπνος, eines andern Stelle beim Mahle vertretend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντίδειπνος — ἀντίδειπνος ον, (Α) αυτός που παίρνει τη θέση άλλου κατά το δείπνο … Dictionary of Greek
ἀντίδειπνος — taking anothers place at dinner masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek